- ορυζοφάγος
- και ρυζοφάγος, -α, -ο1. αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το ρύζι2. αυτός που τού αρέσουν πολύ τα εδέσματα από ρύζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < όρυζα + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.